- πρακτικός
- -ἡ, -ὁ / πρακτικός, -ἡ, -όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» — ενεργητικός βίος, Αριστοτ.ε. «πρακτικαὶ ἀρχαί» — οι αρχές τών πράξεων, Αριστοτ.στ. «πρακτικοὶ χρόνοι» — χρόνοι κατάλληλοι προς πράξη, χρόνοι εύθετοι, Μηναί.νεοελλ.1. ωφέλιμος, κατάλληλος, πρόσφορος σε κάτι2. αυτός που διευκολύνει την εργασία ή που χρησιμοποιείται άνετα (α. «πρακτική μέθοδος» β. «πρακτικά ρούχα και παπούτσια»)3. αυτός που ενεργεί με βάση την πραγματικότητα, αυτός που δεν παρασύρεται από φαντασιοπληξία, ρεαλιστής και θετικός4. αυτός που εφαρμόζει στην επαγγελματική του δραστηριότητα την πείρα του και όχι θεωρητικά αποκτημένες γνώσεις, εμπειρικός (α. «πρακτικός γιατρός» β. «πρακτική μαμή»)5. αυτός που αναφέρεται στις λεγόμενες θετικές επιστήμες, όπως λ.χ. στη φυσική και στα μαθηματικά6. το θηλ. ως ουσ. η πρακτικήα) η εφαρμογή στην πράξη θεωρητικών γνώσεων ή απόψεων (α. «σωστά όσα λες, αλλά σκοντάφτουν στην πρακτική» β. «μετά τις σπουδές του θα κάνει την πρακτική του (ενν. εξάσκηση) για ένα εξάμηνο»)γ. (φιλοσ.) φιλοσοφική κατηγορία που ανακλά την κοινωνικο-ιστορική δραστηριότητα τών ανθρώπων για την αλλαγή τής αντικειμενικής πραγματικότητας, φυσικής και κοινωνικής, σύμφωνα με τις ανάγκες τους7. το ουδ. ως ουσ. το πρακτικόσύντομη γραπτή έκθεση που διατυπώνει το αποτέλεσμα τής ενέργειας αρμόδιου υπαλλήλου, επιτροπής ή συλλόγου (α. «πρακτικό διορισμού» β. «πρακτικό εξετάσεων»)8. (το ουδ. κυρίως στον πληθ. ως ουσ.) τα πρακτικά και πραχτικάέγγραφη επίσημη έκθεση τών όσων έχουν λεχθεί ή συντελεστεί κατά τη διάρκεια συνεδρίασης οργανωμένου σώματος, έκθεση η οποία γίνεται από αρμόδιο πρόσωπο, τον γραμματέα ή πρακτικογράφο (α. «πρακτικά τής Βουλής» β. «πρακτικά δικαστηρίου»)9. φρ. α) «πρακτικά συνόδων»εκκλ. τα επίσημα κείμενα τών συζητήσεων και τών αποφάσεων τών τοπικών και οικουμενικών συνόδων για θέματα πίστης, διοίκησης και λατρείαςβ) «πρακτική θεολογία» — ένας από τους τέσσερεις κλάδους τής θεολογίας, που περιλαμβάνει τους τομείς τής κατηχητικής, τής ομιλητικής, τής λειτουργικής, τής ποιμαντικής, τής εξομολογητικής και τού κανονικού και εκκλησιαστικού δικαίουγ) «πρακτική φιλοσοφία» — οι κανόνες ηθικής που αποτελούν τμήμα ορισμένων κλασικών φιλοσοφικών συστημάτωνδ) «πρακτικό λύκειο» — σχολείο τής μέσης εκπαίδευσης, στο οποίο φοιτούσαν μαθητές που προορίζονταν για τις ανώτατες σχολές τεχνικών, μαθηματικών, φυσικών επιστημώναρχ.1. δραστήριος, ενεργητικός2. αποτελεσματικός («τὸ πρακτικώτατον... τῆς τῶν ὑπεναντίων δυνάμεως ἠχρείωται», Πολύβ.)2. αυτός που κατορθώνει να πάρει από κάποιον ό,τι ποθεί («παρὰ τῶν θεῶν πρακτικώτερος εἴη ὥσπερ καὶ παρ' ἀνθρώπων», Ξεν.)3. ο ικανός να κατορθώσει κάτι4. αυτός που συντελεί σε κάτι5. (για πράγμα) δραστικός, ισχυρός, δυνατός6. ανθρώπινος, γήινος, σε αντιδιαστολή με τον ουράνιο7. το θηλ. ως ουσ. α) επιστήμη («τὴν μὲν πρακτικὴν προσειπών, τὴν δε γνωστικήν», Πλάτ.)β) δραστήρια ζωή γεμάτη από καλές πράξεις, άσκηση8. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτικόνμαγική ιεροτελεστία.επίρρ...πρακτικώς / πρακτικῶς ΝΜΑ και πρακτικά Νμε τρόπο πρακτικό, εμπειρικό («αντιμετώπισε το θέμα πρακτικά»)νεοελλ.στην πράξη («πρακτικά δεν γίνεται αυτό που προτείνεις»).
Dictionary of Greek. 2013.